- μπονόρα
- μπονώρα(ς) επίρρ. рано утром;
μπον-μπονόρα рано-рано, ранним утром
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μπον-μπονόρα рано-рано, ранним утром
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μπονόρα — (λ. ιταλ.), επίρρ. χρον., νωρίς το πρωί: Ξύπνησα μπονόρα μπονόρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μπονόρα — και μπονώρα και μπονώρας και αμπονώρας επίρρ. πολύ πρωί, πολύ νωρίς το πρωί. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. a buon οra] … Dictionary of Greek
μπονώρα — επίρρ. βλ. μπονόρα … Dictionary of Greek